εκκένωση

εκκένωση
η (Α ἐκκένωσις)
αποχώρηση από χώρο ή περιοχή («διατάχτηκε εκκένωση τού κτηρίου»)
νεοελλ.
1. εγκατάλειψη φρουρίου ή χώρας με αποχώρηση τού στρατού που τά κατέχει
2. φρ. «ηλεκτρική εκκένωση» — διέλευση ηλεκτρικών φορτίων μέσα από μονωτική ύλη, τον αέρα ή αραιωμένα αέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκκένωση, ηλεκτρική — Βλ. λ. εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική …   Dictionary of Greek

  • εκκένωση — η 1. η πλήρης κένωση, το άδειασμα. 2. η εγκατάλειψη φρουρίου ή χώρας με αποχώρηση του στρατού που τα κατέχει. 3. (φυσ.), το φαινόμενο που παράγεται με τη βίαιη εκφόρτιση ηλεκτρισμένου σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκενώσῃ — ἐκκενόω empty out aor subj mid 2nd sg ἐκκενόω empty out aor subj act 3rd sg ἐκκενόω empty out fut ind mid 2nd sg ἐκκενόω empty out aor subj mid 2nd sg ἐκκενόω empty out aor subj act 3rd sg ἐκκενόω empty out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική — Φαινόμενο στο οποίο παρουσιάζεται μείωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού. Η η.ε. μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης συσκευής. Είναι δυνατόν να είναι το κύριο φαινόμενο ή ο βασικός σκοπός της συσκευής,… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • εξάντλημα — το (Α ἐξάντλημα) [εξαντλώ] εξάντληση, πλήρης εκκένωση αρχ. 1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα τού ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους 2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”